επικομπώ

επικομπώ
ἐπικομπῶ, -έω (Α) [κομπώ]
μιλώ με έπαρση, με κομπασμό, αλαζονικά («ὑπισχνεῑτο δ’ οὖν... ἐπικομπῶν ὁ Ἀλκιβιάδης», Θουκ.)
2. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι, τό επιδεικνύω με υπερηφάνεια («τὸ ἀνδρεῑον... ἐπικομπῶ», Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”